Κι αφού η ποίηση σήμερα έχει την τιμητική της, αξίζει να της αφιερώσουμε τα ποιητικά “άνθη” τριών μαθητών μας , που έφεραν την Άνοιξη στο γκρίζο των ημερών μας…
18121943.118
Του Δράκου κόρη
στα ριζά του βουνού
των σοφών ξαποσταίνεις,
αιώνες τώρα.
Το βλέμμα σου στραμμένο στο φως.
Και στη θάλασσα.
Στις μαύρες μέρες του χρόνου εκείνου,
Δαχτυλίδι σου φόρεσαν.
Όχι αρραβώνα…δεσμά.
Κι ως στο χρέος πάντα πιστή
Του αρραβώνα το ΄φτιαξες.
Γλέντι κι ο πόλεμος τραγούδησες
σαν είναι για τη Μάνα.
Χοροί πενήντα τέσσερις.
Στην Τσαγκαράδα, στο Φυτόκο,
Στην Κερασιά, στην Αλυκόπετρα.
Μα λάθεψες.
Με άνδρες νόμιζες
Πως πολεμούν οι Άνδρες.
Το Λιγορέμι πάτησε ο Εφιάλτης
Πρώτος. Και πίσω του ορδές τα φίδια.
Στης εκκλησιάς τον τοίχο
που τα παιδιά φυλούσαν
πέντε- πέντε το κρυφτό,
πέντε- πέντε τώρα έστελναν
στον Άδη, ολόκληρο χωριό.
Τη Δράκεια.
Λυδία Δαλαμάγκα, Β’ Λυκείου
ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ
Είμαι εδώ,
Είμαι παιδί, δύσκολα ξεχνώ
Είμαι σε μια καταιγίδα
Εδώ, στη Δράκεια στο μικρό μου χωριό
Εδώ που η μάνα έχασε το παιδί
Εδώ που η κάθε σφαίρα ήταν καθοριστική
Ήμουν τυφλός, αλλά όχι πια
Τώρα τα βλέπω όλα ξαφνικά
Είμαι κι εγώ ένοχος πια
Δεν κατάφερα ν’ αντισταθώ
Υπέκυψα, ένιωσα τον σπαραγμό
Σκληρές αλήθειες που πρέπει να πω
Που εσύ και κάθε άλλος πρέπει να ακούσει
Είμαι εδώ
Είμαι παιδί, δύσκολα ξεχνώ
Η ζωή μου, τα χέρια μου, γεμάτα όλα αμαρτίες
Λόγια που δεν είπα
Πράξεις που δεν έπραξα
Τέρατα που δεν αντιμετώπισα
Γιος χωρίς πατέρα
Μέρα χωρίς φως
Όσο προσπαθώ τα μάτια μου να κλείσω, να ονειρευτώ
Δεν είναι δυνατό
Βαρέθηκα να υποφέρω σιωπηλά
Φτάνει πια
Σήμερα με όλη την ψυχή μου θα φωνάξω
Θα ακουστώ
Είμαι εδώ
Είμαι παιδί, δύσκολα ξεχνώ…
Νινέττα Πίσπα, Α’ Λυκείου
ΚΤΗΡΙΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΜΕ 2 ΧΡΩΜΑΤΑ
(Η κίτρινη αποθήκη στα χρόνια της Κατοχής, κάπου στον Βόλο)
Κτήριο επιβλητικό, μεγάλο
ταυτόχρονα αδιάφορο
για έναν τυχαίο περαστικό.
Κτήριο εξωτερικά βαμμένο κίτρινο.
Χρώμα ουδέτερο
-δεν σου τραβάει την προσοχή-
όμως, μέσα βαμμένο κόκκινο
από το αίμα χιλιάδων ανθρώπων της αντίστασης
και από τις Γερμανικές σημαίες.
Σημαίες που- τότε και σήμερα- σου προκαλούν
Φόβο, τρόμο, θυμό, αγανάκτηση.
Σημαίες που αφήσαν ανεξίτηλο το χρώμα τους πάνω στους τοίχους αυτούς
και στην καρδιά χιλιάδων ανθρώπων.
Μέσα σ’ αυτό να πεθαίνουν Έλληνες
φωνάζοντας «Ελευθερία ή Θάνατος»,
ακούγοντας το «Heil!»
των φρουρών της Κομαντατούρ
που, με φόβο ή πάθος,
του Φύρερ τις εντολές ακολουθούν.
Σήμερα, το κτήριο αυτό είναι ψυχρό, έρημο, εγκαταλελειμμένο.
Όμως, όποιος πλησιάσει, μπορεί ν’ ακούσει φωνές Ελλήνων.
Φωνάζουν «Ελευθερία ή Θάνατος!»
Και η ψυχρότητά του
μετατρέπεται σε Δέος,
σε σεβασμό.
Γι’ αυτούς που προτίμησαν
με το αίμα τους κόκκινο να το βάψουν μέσα
για να κυματίζει έξω το λάβαρο το γαλάζιο
με τον Χριστιανικό Σταυρό
και όχι με τον αγκυλωτό.
Μπάμπης Παπαγεωργίου, Β’ Λυκείου